- γαύσαπος
- γαύσᾰπος, ὁ, = Lat.A gausa?γαύσαποςXpa, Str.5.1.12: [full] γαυσάπης, Varr. ap. Prisc.Inst.7.56.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γαυσάπαι — γαύσαπος gausăpa masc nom/voc pl γαυσάπᾱͅ , γαύσαπος gausăpa masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαυσάπης — και γαύσαπος, ο (Α) χοντρό μάλλινο ύφασμα με τριχωτή επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λέξη από κάποια ινδοευρ. γλώσσα τών Βαλκανίων. Πολύ απίθανη παραμένει η υπόθεση πως πρόκειται για δάνειο από το ακκαδ. guzippu, kuzippu] … Dictionary of Greek